σαρκοκολλίνη — η, Ν κόμμι με θεραπευτικές ιδιότητες, η σαρκόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκόκολλα + κατάλ. ίνη] … Dictionary of Greek
sarcocola — (Del gr. sarkokolla < sarx, sarkos , carne + kolla, goma.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Goma aromática de color amarillento o rojizo y sabor amargo, que brota de un arbusto de Arabia y que se utilizaba para curar las heridas. * * * sarcocola … Enciclopedia Universal
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
sarcocola — (Del lat. sarcocolla, y este del gr. σαρκοκόλλα). f. Goma casi transparente que fluye por la corteza de un arbusto de Arabia parecido al espino negro … Diccionario de la lengua española